αντιγόνο

αντιγόνο
το
κάθε ουσία η οποία, όταν μπει στον οργανισμό, προκαλεί τη δημιουργία σ' αυτόν αντισωμάτων (βλ. και αντίσωμα).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντιγόνο — (antigonum). Γένος αναρριχητικών θάμνων της οικογένειας των πολυγονιδών, ιθαγενές του Μεξικού και της Κεντρικής Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις και λείους λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα τους έχουν σχήμα καρδιάς ή αιχμής βέλους. Τα άνθη τους είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αντιγόνεια — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων, οι οποίες αναφέρονται και ως Αντιγονία. 1. Πόλη στη Βόρεια Ήπειρο. Ιδρύθηκε είτε το 274 π.Χ. από τον Πύρρο για να τιμήσει τη σύζυγό του Αντιγόνη ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το 263 π.Χ. από τον Αντίγονο Γονατά… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αντιγονικός — (I) ἀντιγονικός, όν (AM) αντιγόνειος*. (II) ή, ό [αντιγόνο] βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντιγόνο …   Dictionary of Greek

  • ετεροαντιγόνο — το ιατρ. αντιγόνο που προκαλεί την ανάπτυξη αντισωμάτων στον ορό αίματος ατόμων διαφορετικού είδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + αντιγόνο] …   Dictionary of Greek

  • ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… …   Dictionary of Greek

  • νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • οροκαθίζηση — η (ορολ.) φαινόμενο που παράγεται όταν σε ορό που έχει ληφθεί από άτομο προπαρασκευασμένο με κάποιο αντιγόνο προστίθεται το αντιγόνο που χρησιμοποιήθηκε για την προπαρασκευή αυτή, αλλ. οροκροκύδωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”